- κατηγοριάρης
- (I)-α, -ικοφιλοκατήγορος, κακόγλωσσος, κουτσομπόλης, συκοφάντης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορία + κατάλ. -άρης*].————————(II)κατηγοριάρης και καταγοριάρης, ὁ (Μ)εκκλησιαστικό οφίκιο, υπάλληλος τού ναού τής Αγίας Σοφίας που φρόντιζε για τον ευτρεπισμό τού ναού, νεωκόρος.
Dictionary of Greek. 2013.